Έτσι είναι! Βγαίνεις από πόλεμο και αποκηρύττεις το καλαμποκίσιο [σ.σ. μπομπότα] και το μαύρο-σταρένιο, δεν θέλεις να τις βλέπεις ούτε να τες ακούς τις λέξεις. Πληγωμένος ακόμα, ψοφάς για πολυτέλεια. Δεν την έχεις και δεν μπορείς να την έχεις άμεσα και μαζικά. Το μαύρο ψωμί θυμίζει τη φτώχεια σου, κι αυτό σε τρελαίνει. Το μαύρο ψωμί θες να καταργήσεις, το ψωμί που τρως κάθε μέρα θέλεις να κάνεις πολυτελές αγαθό, κι’ αυτό τώρα σε εκδικείται. Κάποιος να λευκάνει το ψωμί, σκέφτεσαι! Κάποιος να ξασπρίσει την κύρια τροφή μας για να μη μας λεν φτωχούς.
Το ζήτησες και έγινε. Ο μυλωνάς έβγαλε για σένα αλεύρι λευκό, σα ζάχαρη άχνη. Επειδή εσύ το θέλησες, ο φούρναρης το βάφτισε “Ψωμί Πολυτελείας. Ήθελες να πηγαίνεις στο φούρνο και να ζητάς ψωμί πολυτελείας και να λες στους άλλους πως “εμείς στο σπίτι αγοράζουμε πολυτελείας”. Περάσαν χρόνια και απόχτησες και άλλες πολυτέλειες, το διαμέρισμα που πεθύμησες με χέστρα μέσα, μπανιέρα και μπιντέ, το αμάξι το σεντάν στα 1600, το εξοχικό και την οθόνη πλάσμα.
Τώρα ζητάς να αλλάξεις το ψωμί, όχι γιατί θυμήθηκες πως είχε γεύση το ψωμί της μαύρης εποχής, αλλά γιατί το λάιφ-στυλ το επιβάλει. Τώρα…, τέλος πολυτελείας εποχής, τέλος της εποχής πολυτελείας, και το ψωμί αγοράζεις απ’ την τράπεζα, Ψωμί… Υποτελείας.
Λαβύρινθος