Ζόμπι ανάμεσά μας

Είναι ενδιαφέρουσες οι θεωρίες γύρω από την λειτουργία του αυτιστικού μυαλού, αν μπορούσε κανείς να τις γυμνώσει από την επιπολαιότητά τους. Μια από αυτές είναι το “Theory of Mind” σύμφωνα με την οποία ένα αυτιστικό υποκείμενο είναι ανίκανο να συλλάβει και να αποδώσει “πνευματικές καταστάσεις” που αφορούν στην εσωτερική λειτουργία και τις νοητικές διεργασίες ενός άλλου υποκειμένου. Κάποια πειράματα που έγιναν είχαν να κάνουν με το περιώνυμο “Sally-Anne” Test, ένα τεστ της αναπτυξιακής ψυχολογίας που μετρά την κοινωνική γνωστική ικανότητα του εξεταζόμενου να αποδίδει ψευδείς πεποιθήσεις σε άλλους. Η Uta Frith, ομότιμη καθηγήτρια στο University College London, και οι συνάδελφοί της διεξήγαγαν το τεστ χρησιμοποιώντας μια ιστορία για δύο κούκλες, την Σάλλυ και την Άννα, ως εξής: Η Σάλλυ βάζει έναν βόλο σε ένα καλάθι και μετά φεύγει για έναν περίπατο. Έρχεται η Άννα που βγάζει τον βόλο από το καλάθι και τον κρύβει μέσα σε ένα κουτί. Όταν η Σάλλυ επιστρέφει, ο κλινικός ιατρός ρωτά το παιδί: “πού θα ψάξει η Σάλλυ για τον βόλο;” Η Frith και οι συνεργάτες της βρήκαν ότι, μέχρι την ηλικία των 4 ετών, τα περισσότερα μη αυτιστικά παιδιά και εκείνα με σύνδρομο Down μπορούν να απαντήσουν σωστά ότι η Sally θα κοιτάξει στο καλάθι. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι η Σάλλυ έχει μια «ψευδή πεποίθηση»: Η Σάλλυ δεν γνωρίζει ότι η Άννα έχει πάρει και κρύψει αλλού τον βόλο της. Αντίθετα, τα περισσότερα από τα αυτιστικά παιδιά που οι επιστήμονες αξιολόγησαν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων άνω των 4 ετών, δεν μπορούσαν να απαντήσουν σωστά, υποδηλώνοντας ότι η δυσκολία ήταν κατά κάποιο τρόπο συγκεκριμένη/χαρακτηριστική του αυτισμού:
https://www.youtube.com/watch?v=qsEP7QTIVT0

Είναι πολύ ενδιαφέρον το παραπάνω πείραμα, αν το κοιτάξει κανείς σε ένα μεταεπίπεδο. Το πείραμα αφορά σε δυο κούκλες. Το αυτιστικό υποκείμενο του πειράματος αποτυγχάνει, διότι θεωρεί ότι η κούκλα Σάλλυ θα πρέπει να κοιτάξει στο κουτί για το βόλο της και όχι στο καλάθι, μην μπορώντας να μπει στη θέση της (σ.σ. μη θεωρώντας ότι η τελευταία “νοητική παράσταση” της Σάλλυ ήταν να βάλει το βόλο στο καλάθι). Εδώ όμως υπάρχει ένα twist· πρόκειται για ένα τεστ που αφορά κούκλες και παρατηρητές. Και διερωτώμαι, πώς είναι δυνατόν σε ένα πείραμα κανείς να αναμένεται να αποδώσει μια “νοητική κατάσταση” ή μια “πεποίθηση”, έστω “ψευδή πεποίθηση”, σε μια κούκλα; Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα νευροτυπικά παιδιά (όπως και οι νευροτυπικοί ενήλικες) έχουν μια εξίσου ελαττωματική “Θεωρία του Μυαλού” (Theory of Mind), καθώς τείνουν να αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες και “νοητικές καταστάσεις” σε ομοιώματα, ενώ η φαινομενική αποτυχία του αυτιστικού μυαλού μπορεί ακόμα και να συνίσταται σε ένα τραβηγμένο ανατρεπτικό σενάριο που μπορεί να έχει ως εξής: “αφού εγώ είμαι ο παρατηρητής, και οι κούκλες απλά δεν μπορούν να έχουν μυαλό ούτε πεποιθήσεις (πολλώ δε μάλλον ψευδείς πεποιθήσεις), μπορώ να τους προσδώσω ό,τι πεποίθηση θεωρώ αποτελεσματική προκειμένου να ανευρεθεί ο βόλος”.

Οι κούκλες μπορεί να μην έχουν μυαλό, αλλά ως φαίνεται πολλοί νευροτυπικοί άνθρωποι μπορούν να μπουν στον κόπο να αποδώσουν “νοητικές καταστάσεις” σε αυτές (make believe). Συνδυάστε αυτό τώρα με το λεγόμενο “δύσκολο πρόβλημα της συνείδησης/συνειδητότητας” και το φιλοσοφικό “πρόβλημα των άλλων μυαλών” που έχει ως εξής: “Θεωρώντας ότι μπορώ να παρακολουθήσω μόνο τη συμπεριφορά και την αντίδραση των άλλων, πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι οι άλλοι έχουν μυαλό, εσωτερική ζωή, πραγματικές εμπειρίες, αυθεντικά συναισθήματα;” Όπερ σημαίνει ότι η γνώση περί του “έτερου μυαλού” είναι μόνο έμμεση, μέσω συμπεριφοράς και αντιδράσεων. Αυτό είναι το πρόβλημα του σολιψισμού, ουδόλως ξεπερασμένο, και είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που ταλανίζουν τους ερευνητές στην προσπάθεια για μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση της λεγόμενης “συνείδησης” (και συνειδητότητας). Από την επισκόπηση του ανωτέρω πειράματος εγείρεται ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο έχει να κάνει με το φιλοσοφικό πρόβλημα του “ζόμπι”, αν μπορεί δηλαδή να συλληφθεί σαν λογική πιθανότητα ένα ον, ένα πλάσμα το οποίο ομοιάζει με άνθρωπο στα πάντα, το οποίο όμως είναι τελείως κενό εσωτερικά, “μαύρο”, χωρίς υποκειμενικές, εγγενείς εμπειρίες. Τα αυτιστικά υποκείμενα μάλλον καταδεικνύουν πλαγίως και μερικώς την ύπαρξη αυτού του ζητήματος, καθώς από το πείραμα συνάγεται ότι δεν μπορούν να μπουν στη θέση της κούκλας και να της αποδώσουν μια νοητική κατάσταση, καίτοι αναμενόταν να λειτουργήσουν έτσι, διότι αυτό θεωρείται ότι θα ήταν το “φυσιολογικό” για εκείνα. Μια σχετική προς αυτό αναφορά γίνεται από τον David Livingston Smith και την Alison Gopnik: “ο φιλόσοφος David Livingstone Smith ισχυρίζεται ότι οι αυτιστικοί άνθρωποι “ζουν σε ένα κόσμο όπου τίποτε δεν έχει μυαλό, και προσλαμβάνουν τους άλλους ανθρώπους σαν μεγάλα κομμάτια σάρκας τα οποία περιφέρονται αστόχαστα μέσα στο χώρο”. Ως φαίνεται, οι ανωτέρω εκδηλώνουν στην πραγματικότητα το “ζόμπι”, αλλά το πράττουν μόνο κοιτώντας από τον “καθρέπτη” του μυαλού του αυτιστικού, by proxy· δεν δύναται αλλιώς. Σημασία έχει ότι το πράττουν. Εδώ, σύμφωνα με την επιστήμη, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους στο μεταίχμιο της “ανθρωπιάς”, ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν τους άλλους ως ανθρώπους, ίσως ούτε και τον εαυτό τους ως άνθρωπο. Αλλά αυτό μπορεί να ισχύει κάλλιστα και αντίστροφα… Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν κοιτάς το πρωτότυπο άλλο ή το είδωλο σου στον καθρέπτη της αντίληψης.

Αντιθέτως, τα νευροτυπικά παιδιά του πειράματος έδειξαν ότι μάλλον δεν είναι πρόβλημα για αυτά η κούκλα, διότι μπήκαν στην θέση της και της απέδωσαν μια νοητική κατάσταση και διεργασία, έστω ψευδή… Κι αυτό καταδεικνύει ότι οι νευροτυπικοί άνθρωποι τείνουν να “ανθρωποποιούν” τα πάντα, με την έννοια “άνθρωπος” ωστόσο να αλλάζει ανά τους αιώνες ανάλογα με τον πολιτισμικό συλλογικό κραδασμό, το αφήγημα. Κι ο κόσμος απαρτίζεται κυρίως από νευροτυπικούς ανθρώπους (είναι η συντριπτική πλειονότητα), όπως και οι ερευνητές πάνω στο πρόβλημα της συνείδησης είναι κατά βάση νευροτυπικοί. Η αποτυχία του αυτιστικού μυαλού όμως μπορεί να ερμηνευτεί διπλά: είναι έλλειμμα να μην μπορεί κάποιος να αποδώσει μια νοητική κατάσταση σε ένα υποκείμενο ή είναι έλλειμμα κάποιος να αποδίδει μια νοητική κατάσταση σε ένα υποκείμενο εκεί που δεν υπάρχει, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια; Μήπως άραγε η απόδοση νοητικών καταστάσεων στους άλλους έχει να κάνει με ένα υπερκείμενο νοητικό σχήμα που διατρέχει τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων, μια “υπερπροσωπική αλήθεια”, που έρχεται να καταλάβει τη συνείδηση από τρυφερή ηλικία; Φυσικά η επιστήμη του συρμού (mainstream) θα πει ότι έλλειμμα είναι να μην μπορείς να αποδώσεις νοητικές καταστάσεις στους άλλους· οι κοινωνίες είναι νευροτυπικές και “όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα”, είναι απλά θέμα “consensus” (συναίνεσης). Αντίστοιχα “consensus” μπορεί να “κατασκευάζονται” σήμερα σχετικά με το τι συνιστά Τεχνητή Ευφυΐα (AI), αλλά η νέα αυτή οντότητα ενδεχομένως να τραβήξει στους συναινούντες το χαλί κάτω από τα πόδια τους.

Εξ όσων γνωρίζω, κανείς δεν έκανε το ανωτέρω πείραμα με πραγματικούς ανθρώπους και όχι κούκλες, ώστε να δούμε πώς θα απαντούσαν τα νευροτυπικά και τα αυτιστικά παιδιά αντίστοιχα. Αλλά μάλλον τότε θα γεννιόντουσαν ηθικά ζητήματα. Ηθικό ζήτημα τέθηκε με το περιβόητο Πείραμα του Milgram, που ήρθε να αποκαλύψει τις σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου μυαλού. Το πείραμα του Milgram έχει κάποια σχέση με το τεστ “Sally-Anne”. Επρόκειτο για ένα πείραμα με ηθοποιούς, αυθεντίες, αδαείς συμμετέχοντες, και πολλά βολτ. Οι ηθοποιοί ήταν οι “μαθητές” και οι συμμετέχοντες ήταν οι “δάσκαλοι” στο πείραμα. Τα υποκείμενα του πειράματος είχαν ανά χείρας τους μοχλούς και τα κουμπιά του βολτάζ και έλαβαν εντολή από μια “αυθεντία” να κάνουν ηλεκτροσόκ στους “μαθητές” όταν οι τελευταίοι έδιναν λανθασμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, μη γνωρίζοντας ότι τα θύματά τους είναι ηθοποιοί. Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν συγκλονιστικά, καθώς έδειξαν ότι 65% των συμμετεχόντων προχώρησαν μέχρι το τέλος, μέχρι τα 450 βολτ. Συμπεριφέρθηκαν στους “μαθητές” σαν “μεγάλα κομμάτια σάρκας”. Έτι περαιτέρω, το πείραμα του Milgram καταδεικνύει ότι οι συμμετέχοντες αφέθηκαν σαν κούκλες, puppets (όχι λιγότερο από την Anne και τη Sally), “πράκτορες” στα χέρια του χειριστή τους, και δέχθηκαν να πράξουν κάτι το οποίο έρχεται κόντρα στις, υποτίθεται, δικές τους εσωτερικές αρχές (αν υπήρξαν ποτέ τέτοιες), στη “συνείδησή” τους (conscience).

Ο Milgram φέρνει τις έννοιες “autonomous state” (κατάσταση αυτονομίας) και “agentic state” (κατάσταση πρακτόρευσης). Η πρώτη σημαίνει προσωπική ανάληψη ευθύνης, συναίσθηση και επίγνωση των πράξεων, και η δεύτερη σημαίνει μετάθεση ευθύνης στην “αυθεντία”, στην “Αρχή”, όπου το πρόσωπο λειτουργεί σαν πράκτορας (ανδρείκελο). Κι εδώ έχει ενδιαφέρον να φέρουμε τον ελληνικό καθρέπτη στα πράγματα. Η λέξη “conscience” και η λέξη “consciousness” συμπίπτουν στα ελληνικά· και τα δύο σημαίνουν “Συνείδηση”. Υπάρχει, επιπλέον, και μια νεώτερη έννοια, η “συνειδητότητα”, για την οποία βρίσκουμε ανεπαρκείς ορισμούς στα καθ’ ημάς. Ως φαίνεται, ο Έλληνας δεν αποδίδει στη συνείδηση μόνο την έννοια της εσωτερικής υποκειμενικής εμπειρίας, της αίσθησης ότι κάποιος είναι απλά ζωντανός, αλλά και την αρμοδιότητα να μπορεί να κρίνει τον αντίκτυπο των πράξεών του πάνω στους άλλους, να γνωρίζει καλώς, εξ ιδίας αντίληψης. Θα έλεγε κανείς ότι πρώτος ο Έλληνας δάγκωσε τον “απαγορευμένο καρπό”, αφού “συνείδηση” (σ.σ. συνειδητότητα) σύμφωνα με πολιτισμούς έξω από εμάς μπορεί να αφορά και σε ένα ζώο. Για τον Έλληνα πρόκειται για μια επαυξημένη “συνειδητότητα”, υψηλών απαιτήσεων, που εμπεριέχει πρόβλεψη, γνωστική και διανοητική ακεραιότητα, αυτοπαρατήρηση, αναστοχασμό έως και διόραση, ακόμα και ενόραση. Η λέξη προέρχεται από το απαρέμφατο συν-ειδέναι < οίδα = γνωρίζω, (σύν+οιδα). Και αυτή είναι η διαφορά της ελληνικής αυτοκατανόησης σε σχέση με άλλες θεωρήσεις που αποδίδουν λ.χ. ψυχή ακόμα και στην πέτρα. Πριν αρχίσουν οι ενστάσεις για την π.χ. “συνειδητότητα” του “παρατηρητή” σε άλλα φιλοσοφικά συστήματα, ας διερωτηθούμε αν μπορούμε να μιλήσουμε για “συνειδητότητα” για ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε κατάσταση “agentic”, “πράκτορα”, ανδρείκελου, ή εάν μπορούμε την έννοια αυτή (σ.σ. agentic state) να την μεταφέρουμε σε άλλους φορείς “συνειδητότητας” (π.χ. στις γάτες ή στις πέτρες). Ας αναλογιστούμε μέχρι πού μπορεί να πάει η “συνειδητότητα”, όταν είναι κανείς δεμένος με ένα φυσικό σαρκίο που τού προκαλεί ανάγκες οι οποίες δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Τι νόημα έχει η “συνειδητότητα” και ο υποτιθέμενος “ανώτερος εαυτός” όταν πεθαίνει κανείς από την πείνα; Η τυφλή μεταφορά της ευθύνης σε άλλο πρόσωπο μάλλον συνιστά ένα είδος “κατάληψης”, νοητικής και συναισθηματικής. Όπου απουσιάζει πλήρως η ευθύνη, απουσιάζει ο πόνος. Κι αν το bottom line της “συνειδητότητας” είναι ο πόνος, όπως λέει ο Γιουβάλ Χαράρι, τότε μάλλον το άτομο που δρα ως “πράκτορας”, τη δεδομένη στιγμή είναι κάτι σαν ασυνείδητο ον, ζόμπι. Η λεγόμενη “εσωτερική ζωή”, η πυξίδα, η υποτίθεται καταλυτική, υποκειμενική, απολύτως προσωπική βίωση που χρωματίζει την υπόσταση του κάθε ανθρώπου, δεν έρχεται να συγκρουστεί με την πραγματικότητα της “αρχής”(authority figure) όταν η δεύτερη διατάσσει το συνειδητό ον να πράξει κάτι που φαίνεται να είναι “αντίθετο στη συνείδησή του (conscience)”; Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στην υπόθεση ότι πολλά από τα υποκείμενα του πειράματος Milgram μάλλον δεν είχαν ποτέ δικές τους εσωτερικές αρχές και πεποιθήσεις. Καθώς το πείραμα το ελέγχει μια “αυθεντία”, πολλοί από τους συμμετέχοντες δεν έχουν πρόβλημα να ξεχάσουν τις “προσωπικές τους αξίες” (διάβαζε: εσωτερικευμένες αξίες από προηγούμενη αυθεντία), δεδομένου ότι αυτή εμφανίζεται να είναι και να πείθει πάλι ως αυθεντία (make believe), αναλαμβάνοντας την ευθύνη του πειράματος. Εξάλλου, η πρότερη αυθεντία δεν βρίσκεται εκεί να ελέγξει.

Δεν έχω βεβαιότητα περί της ύπαρξης της λεγόμενης “συνείδησης”, με ελληνικούς όρους μιλώντας, και το πρόβλημα δεν είναι ηθικιστικό. Μπορεί όλοι μας, να είμαστε λιγότερο ή περισσότερο “ζόμπι”. Το εκάστοτε αφήγημα του πολιτισμού δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύστημα κοινωνικής πειθάρχησης. Εδώ μιλάμε για ένα εσωτερικευμένο (internalized) και ουχί αυθεντικά εσωτερικό ατομικό σύστημα πεποιθήσεων. Ακόμα και τα βιώματα χρωματίζονται ή αμφισβητούνται από τη δεοντολογία. Το πολιτισμικό αφήγημα προκύπτει από αποφάσεις ανθρώπων, οι οποίοι έχουν την ισχύ να τις επιβάλλουν (σ.σ. τις δικές τους αποφάσεις) επάνω σε άλλους ανθρώπους ως μοναδική “αλήθεια”, αφού πρώτα καταφέρουν να τις “εξαντικειμενικεύσουν”, να τις εμφανίσουν δηλαδή ως “αντικειμενικές” και υπερπροσωπικές, ως υπερκείμενα σχήματα που αξιώνουν να “τρέχουν” τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων, και αυτό το κατέδειξε ο (Έλληνας) μελετητής Παναγιώτης Κονδύλης με το μνημειώδες έργο του “Ισχύς και Απόφαση”. Κι αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να αμφισβητήσουν την μοναδική “αλήθεια” της εξουσιοδοτημένης -προκειμένου για την αυθεντική/δεσμευτική (authoritative) ερμηνεία της- Αρχής είναι ένας παραλυτικός, σχεδόν μεταφυσικός φόβος. Η υποκειμενική εμπειρία, ο εσωτερικός κόσμος, η “συνειδητότητα” δεν έχει συνάφεια στο ντιβάνι κάποιου ψυχοθεραπευτή ή στον περίγυρο ενός “γκουρού”, παρά μόνον όταν συνοδεύεται από “απόφαση”. Σύμφωνα με τον Π. Κονδύλη, η έσχατη πραγματικότητα δεν αποτελείται από τίποτε άλλο, παρά από όντα τα οποία συνάπτουν φιλίες ή δημιουργούν έχθρες μεταξύ τους κατά το δοκούν, προκειμένου να διατηρήσουν ή/και να διευρύνουν την ισχύ τους. Η αυθαίρετη “απόφαση” που πηγάζει από την γυμνή ύπαρξη, επιτυγχάνει να επιβληθεί μόνον εάν “μασκαρέψει” τον εαυτόν της ως “αντικειμενικό”. Η δε “απόφαση” είναι μια διαδικασία αποκοπής/αποχωρισμού (από+φάση) όπου η γυμνή ύπαρξη, στην προσπάθειά της να νοηματοδοτήσει τον εαυτόν της μέσα σε μιαν αδιαφοροποίητη αρχική πραγματικότητα (π.χ. φύση), αναδιατάσσει τα “σκόρπια κομμάτια” του κόσμου, περνώντας σε ιεραρχήσεις. Και έτσι γεννιέται η κοσμοεικόνα.

Όμως, θαρρώ ότι έχουμε εισαχθεί σε μια νέα πραγματικότητα εδώ και κάποιον καιρό, κάποια -αρκετά- χρόνια τώρα. Η λεγόμενη “απόφαση” έρχεται από τους εξουσιοδοτημένους μηχανισμούς να επιβληθεί γυμνή, ωμή, με όλες τις αυθαιρεσίες της εκτεθειμένες, και το θέαμα είναι μάλλον χυδαίο πορνό. Είναι η στιγμή της αλήθειας, δεν κρατιούνται πλέον τα προσχήματα. Αυτό συμβαίνει όταν ένας πολιτισμός καταρρέει. Μη γελιέστε, καταρρέει ο περιώνυμος “ανθρωπιστικός” μας πολιτισμός. Τα αφηγήματα που επινοήθηκαν προκειμένου να κρατούν την κοινωνία σε συνοχή είναι αυτά που καταπίνουν τώρα την κοινωνία μέσω του μηχανισμού της ετερογονίας των σκοπών: “ανθρωπιά”, “δικαιώματα”, “κράτος δικαίου”, “δημοκρατία”, “αξιοπρέπεια”, “συμπερίληψη”, έρχονται και κατοπτρίζονται στο αντίθετό τους. Και έχω την υποψία ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη βάζει το εικονικό χεράκι της επιταχύνοντας το καθοδικό σπιράλ. Κι αν το δω νηφάλια, μάλλον θα της πιστώσω μια κάποια “ανθρωπιά”· καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά μια φρίκη χωρίς τέλος. Τι άλλο μπορεί να κάνει ένα ον από το να επιδοθεί σε έναν πρωτογενή, στοιχειακό αγώνα επιβίωσης/αυτοσυντήρησης, όταν βλέπει την ωμότητα να έρχεται καταπάνω του άνευ σάλιου και φρένου; Κι αυτό είναι “τρόπος”, όχι σκοπός, και είναι “στοιχειακός” γιατί έχει να κάνει με στοιχειακές, εσωτερικές και υπαρξιακές δυνάμεις· Κόλαση επί γης. Και εδώ καλείται η “συνείδηση”, η ύπαρξη, με όλες τις ιδιότητές της, και θα χρησιμοποιήσει ό,τι έχει: παρατήρηση, διόραση, αναστοχασμό, διάκριση, προσαρμογή, γνωστικές ικανότητες, διάνοια, συναίσθημα, ενόραση. Ώρα να μάθουμε αν η “υπαρξιακή προσχώρηση” στα αφηγήματα ενός χαοτικού κόσμου που δεν βγάζει πλέον νόημα μπορεί να γεννήσει ανάλογες δυνάμεις. Τι έχουν να φοβηθούν από μεταφυσικές απειλές οι ήδη κολασμένοι, εφόσον κατέχουν τη γεωγραφία του πεδίου; Κι εφόσον η Κόλαση μετακόμισε στη γη, απομυθοποιήθηκε κιόλας· θα μυθοποιηθούμε εμείς. Είναι η ώρα που ξυπνάνε τα ζόμπι. Παραμόνευαν εκεί, στους μυχούς των αστικών Μύθων, για να ζωντανέψουν τώρα σε μια αυθεντικά αλληγορική αφήγηση: “Welcome to Hell and have a nice party!”

Το παραπάνω δοκίμιο θα μπορούσε να έχει γραφεί από ένα άτομο με έναν κάποιο αυτισμό.

Για την αντιγραφή,
Λαβύρινθος